- εσπευσμένως
- (ΑΜ ἐσπευσμένως) επίρρ. εν τάχει, γρήγορα, βιαστικάνεοελλ.επιπόλαια, αμελέτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπευσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπεύδω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐσπευσμένως — with eager haste indeclform (adverb) σπεύδω set going perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβιάζω — ΝΑ κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα νεοελλ. 1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία 2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι 3. κάνω κάτι εσπευσμένως 4 … Dictionary of Greek